- ἔκπληκτος
- ἔκ-πληκτος, erschreckt, betäubt, verblüfft; act., in Staunen setzend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἔκπληκτος — terrifying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπληκτος — η, ο (AM ἔκπληκτος, ον) νεοελλ. αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη μσν. εκπληκτικός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός 2. κατατρομαγμένος, έντρομος 3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα … Dictionary of Greek
ἐκπλήκτως — ἔκπληκτος terrifying adverbial ἔκπληκτος terrifying masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπληκτον — ἔκπληκτος terrifying masc/fem acc sg ἔκπληκτος terrifying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπλήκτου — ἔκπληκτος terrifying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπληκτα — ἔκπληκτος terrifying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπληκτοι — ἔκπληκτος terrifying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός … Dictionary of Greek
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
ανέμπληκτος — ἀνέμπληκτος, ον (Α) 1. ο μη εκπλησσόμενος 2. επίρρ. ανεμπλήκτως με απάθεια, ήρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»] … Dictionary of Greek
δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] … Dictionary of Greek